- αποτροπιάζομαι
- (Α ἀποτροπιάζω κ. -ομαι) [αποτροπή]νεοελλ.αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώαρχ.κάνω προσευχή ή θυσία για ν' αποτρέψω κάτι κακό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτροπιάζομαι — ιάστηκα, ιασμένος, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι: Εκείνο που ιδιαίτερα αποτροπιαζόταν ήταν οι κολακείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτροπιάζομαι — ἀποτροπιάζω utter a deprecatory prayer for pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)